- ξανθογονικός
- -ή, -όφρ. «ξανθογονικό οξύ»χημ. συνοπτική ονομασία ομάδας ασταθών οργανικών οξέων, που τα άλατά τους σχηματίζονται με επίδραση αλκοξειδίων σε διθειάνθρακα.[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην Ελληνική του αντιδάνειου γαλλ. xanthogenique (< ξανθός + γένος). Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στον Σπ. Οικονομίδη].
Dictionary of Greek. 2013.